- παιδαγωγικῆς
- παιδαγωγικόςsuitable to a teacherfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μοντεσόρι, Μαρία — (Maria Montessori, Κιαραβάλε, Ανκόνα 1870 – Νόορντβαϊκ αν Ζέε, Ολλανδία 1952). Ιταλίδα παιδαγωγός. Το 1896 έγινε η πρώτη γυναίκα στην Ιταλία που πτυχίο ιατρικής. Έπειτα, αφού εργάστηκε ως βοηθός σε νοσοκομεία, άρχισε να ασκεί τη γενική ιατρική.… … Dictionary of Greek
Ντεκρολί, Οβίντ — (Ovide Decroly, Ρενέ 1871 – Βρυξέλλες 1932). Βέλγος παιδαγωγός. Αφού σπούδασε ιατρική στις Βρυξέλλες, πήγε για ανώτερες σπουδές στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Ενδιαφέρθηκε για τα προβλήματα των ανώμαλων παιδιών, και ίδρυσε (1901) για την εκπαίδευσή … Dictionary of Greek
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
Γκότοβος, Αθανάσιος — (Κερασέα Ιωαννίνων 1951 –). Καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Σπούδασε στο ιεροδιδασκαλείο Βελλάς, στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βερολίνου. Σταδιοδρόμησε ως πανεπιστημιακός στο Πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
Γκουαρίνι, Γκουαρίνο ντα Βερόνα — (Guarino da Verona Guarini, Βερόνα 1374 – Φεράρα 1460). Ιταλός λόγιος και ελληνιστής.Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της ιταλικής ουμανιστικής παιδαγωγικής. Σπούδασε πρώτα στη Βερόνα και κατόπιν στην Πάντοβα, όπου δέχτηκε την… … Dictionary of Greek
Δελμούζος, Αλέξανδρος — (Άμφισσα 1880 – Αθήνα 1956). Εκπαιδευτικός. Υπήρξε υπέρμαχος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και του δημοτικισμού. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά στη Γερμανία. Οι παιδαγωγικές του αντιλήψεις, βάσει των οποίων… … Dictionary of Greek
δοκιμολογία — Συστηματική και πολύπλευρη μελέτη των εξετάσεων και γενικά των εκπαιδευτικών δοκιμασιών. Ο όρος δ. άρχισε να χρησιμοποιείται σχετικά πρόσφατα και περιορίζεται ακόμα σε τεχνικούς τομείς και ειδικά στον τομέα της πειραματικής παιδαγωγικής. Τον… … Dictionary of Greek
Εξαρχόπουλος, Νικόλαος — (Νάξος 1874 – Αθήνα 1960). Πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Το 1912 διορίστηκε καθηγητής της παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου ίδρυσε (1923) το εργαστήριο πειραματικής παιδαγωγικής, και το 1929 έγινε ακαδημαϊκός. Σε αυτόν οφείλεται η… … Dictionary of Greek
Έξαρχος, Βασίλειος — (Καλλέντζι, Ιωάννινα 1903 – Αθήνα 1973). Θεολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλολογία και παιδαγωγικά στα πανεπιστήμια του Αμβούργου και της Λειψίας. Αρχικά, εργάστηκε στη μέση εκπαίδευση (1927 37) και στη … Dictionary of Greek